- κήπευση
- η (Μ κήπευσις) [κηπεύω]η καλλιέργεια τού κήπου, η μεταβολή αγρού σε κήπο με ειδική καλλιέργειανεοελλ.1. η υλοτομία τών παλαιών ή μισόξερων δένδρων που αποβλέπει στην αραίωση ήμερου, καλλιεργούμενου δάσους2. η καλλιέργεια άγριων φυτών σε κήπο σύμφωνα με επιστημονικές δενδροκομικές μεθόδους, με σκοπό την επίτευξη ήμερης παραλλαγής τών φυτών αυτών.
Dictionary of Greek. 2013.